Τριακονταπλασιάστηκαν μέσα σε μόλις τρία χρόνια οι σταθμοί φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στην Ελλάδα, αλλά εξακολουθούν να μην είναι αρκετοί: παρά τη ραγδαία ανάπτυξή του, το δίκτυο φορτιστών πιθανώς να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσει -στα πρώτα αυτά βήματά του- τις ανάγκες των Ελλήνων χρηστών, αλλά και των ξένων μεταφορέων, ιδίως σε περιόδους, όπως η θερινή, που η Ελλάδα υποδέχεται επιπλέον πολλούς τουρίστες με τα αυτοκίνητά τους.
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε σήμερα η δρ Αθανασία Τσέρτου, υπεύθυνη καινοτομίας του I-SENSE Group, ερευνητικού βραχίονα της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και CTΟ (τεχνική διευθύντρια) της εταιρείας- τεχνοβλαστού «CIBOS Innovation», μιλώντας σε ημερίδα στο πλαίσιο τετραήμερης επιχειρηματικής αποστολής γερμανικών εταιρειών «πράσινης» ενέργειας στη Θεσσαλονίκη, που διοργανώνουν το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος (BMWK) και το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
«Έχει σημειωθεί ραγδαία ανάπτυξη (του δικτύου) τα τελευταία χρόνια. Αναμένεται δε, η περαιτέρω ανάπτυξη ικανοποιητικού δικτύου δημόσιων σταθμών φόρτισης, αλλά φαίνεται ότι στα πρώτα αυτά βήματα, λόγω υψηλού κόστους, αλλά και διαδικασιών, θα χρειαστεί επιπλέον χρόνος (για την επίτευξη του στόχου)» σημείωσε η δρ Τσέρτου, επισημαίνοντας ότι, στο πρώτο στάδιο, οι υπάρχουσες υποδομές πιθανώς να μη μπορέσουν να καλύψουν την αύξηση των αναγκών, τόσο στο κομμάτι των χρηστών στην Ελλάδα, όσο και -σε κάποιες ιδιαίτερες εποχές, όπως το καλοκαίρι- εκείνες των τουριστών, αλλά και των μεταφορέων, που χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως διαμετακομιστικό κέντρο.
«Στην περίπτωση της Ελλάδας, η δημιουργία ενός επαρκούς και σταθερού δημόσιου δικτύου φόρτισης είναι επιβεβλημένη, γιατί έχουμε την ιδιαιτερότητα -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης- η ύπαρξη ιδιωτικών χώρων στάθμευσης (με φορτιστές) να είναι πολύ περιορισμένη. Χρειάζεται λοιπόν ορθολογική και ομαλή ανάπτυξη του δημόσιου δικτύου φόρτισης, με βάση τις τοπικές περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες, τη ρυμοτομία, τις ανάγκες των κατοίκων ανά περιοχή και προφανώς την επάρκεια των αντίστοιχων ηλεκτρικών δικτύων διανομής» εκτίμησε η ομιλήτρια, η οποία υπενθύμισε ακόμα ότι, στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου για την Ηλεκτροκίνηση και τον Εξηλεκτρισμό του Εθνικού Δικτύου Μεταφορών, στόχος είναι ένα στα τρία αυτοκίνητα στην Ελλάδα να είναι ηλεκτρικό (ΕV) ώς το 2030, ενώ παράλληλα προβλέπεται οικολογικό «μπόνους», μεταξύ άλλων για την αντικατάσταση συμβατικών οχημάτων με EV.
Πρόσθεσε ότι και ο εθνικός κλιματικός νόμος προωθεί κι αυτός την ηλεκτροκίνηση, π.χ., με απαγόρευση από 1ης Ιανουαρίου του 2030 της ταξινόμησης νέων οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης, ενώ παράλληλα έχουν τεθεί σε ισχύ πολλά κίνητρα, αλλά και επενδύσεις από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, «σε όλο το πλάτος και το μήκος των φορέων της ηλεκτροκίνησης». Επιπλέον, ώς το τέλος του 2022 οι δήμοι που είχαν ήδη ολοκληρώσει τα τοπικά Σχέδια Φόρτισης Ηλεκτροκίνητων Οχημάτων (ΣΦΗΟ) ανέρχονταν σε 306 (από τους συνολικά 332). Τα σχέδια αυτά ουσιαστικά αξιολογούν το ποια πρέπει να είναι η γεωγραφική κατανομή των υποδομών φόρτισης, με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο. Στα επόμενα βήματα περιλαμβάνεται η προκήρυξη ηλεκτρονικών διαγωνισμών για την εφαρμογή στην πράξη των ΣΦΗΟ, που θα γίνουν είτε από μεμονωμένους δήμους είτε από clusters όμορων.
Κατά τη δρα Τσέρτου, ως εμπόδια και προκλήσεις στην περαιτέρω ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης προβάλουν θέματα όπως: η αμφιβολία των ιδιοκτητών και οδηγών ηλεκτρικών οχημάτων αν θα μπορούν να διατηρήσουν ικανοποιητικά φορτισμένη τη μπαταρία του EV τους κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού («οπότε είναι σημαντικό να υπάρχουν εχέγγυα και πολύ καλή πληροφόρηση για την ύπαρξη ενδιάμεσων σταθμών φόρτισης, ενδεχομένως και η δυνατότητα να κάνουν κράτηση»), η ύπαρξη διαφορετικών τεχνολογιών φόρτισης και η ελλιπής πληροφορία για το αν ένας σταθμός φόρτισης είναι λειτουργικός ή ενδεχομένως έχει κάποιο σφάλμα ή αν είναι διαθέσιμος.
Ελληνογερμανική συνεργασία «win-win»
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα και η Γερμανία μπορούν να δημιουργήσουν win-win (αμοιβαία επωφελείς) καταστάσεις για την ανάπτυξη καινοτομίας και στον ενεργειακό κλάδο, προς όφελος των επιχειρήσεων και των δύο χωρών, διατύπωσε κατά τον χαιρετισμό της στην εκδήλωση η Γερμανίδα γενική πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Σίβυλλα Μπέντικ (Sibylla Bendig), προσθέτοντας ότι τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας, όπως η κλιματική κρίση, οι άνθρωποι μπορούν να τα λύσουν μόνο μαζί. Πρόσθεσε ότι στο μέτωπο της κλιματικής κρίσης η κατάσταση ουδόλως έχει βελτιωθεί την τελευταία τετραετία, επισημαίνοντας πως όλοι έχουν αντιληφθεί, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, ότι η κατάσταση έχει γίνει πολύ βίαιη και το καλοκαίρι μάλλον θα είμαστε ικανοποιημένοι αν η θερμοκρασία δεν ανεβεί πάνω από τους 36 βαθμούς Κελσίου. «Θεωρώ πως το πιο σημαντικό θέμα της εποχής μας είναι να σταματήσει η αύξηση της θερμοκρασίας και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι πολύ χρήσιμες προς αυτή την κατεύθυνση», αλλά μόνο αν καταστεί δυνατή η αποθήκευση της ενέργειας που παράγεται από αυτές, κατέληξε η Γερμανίδα διπλωμάτης.
Ως έτος ιδιαίτερης σημασίας για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, για τουλάχιστον δύο λόγους, χαρακτήρισε το 2024 ο διευθυντής του Παραρτήματος Βορείου Ελλάδος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Γεώργιος Θεοδωράκης, κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση. Όπως είπε, τον επόμενο χρόνο το επιμελητήριο γιορτάζει τα 100 του χρόνια ως εκπρόσωπος της γερμανικής οικονομίας στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα η Γερμανία θα είναι η τιμώμενη χώρα στην 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τον Σεπτέμβριο του 2024. «Δεν θα λείπει και τότε η πράσινη τεχνολογία από το γερμανικό περίπτερο» είπε ο κ. Θεοδωράκης. Ήδη από το 2017 ξεκίνησαν οι γερμανικές επιχειρηματικές αποστολές με θεματική την πράσινη ενέργεια στην Ελλάδα, υπενθύμισε ο πρόεδρος της Επιτροπής Βορείου Ελλάδος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Ανδρέας Σπυρίδης.