Από πέτρες, χώμα και σκόνη: ‘Ενα οδοιπορικό αφιερωμένο στη Φουρνά και στην ειδική του Ταρζάν.
Η σκόνη έκατσε και το ραντεβού ανανεώθηκε. Σε έναν χρόνο πάλι. Αυτό που δεν σταματα ποτέ όμως είναι οι αναμνήσεις που παίζουν σαν ταινία στο μυαλό των αθρώπων που ζούνε το Ράλλυ Ακρόπολις από πολύ κοντά.
Το Ράλλυ Ακρόπολις δεν είναι απλώς ένα event του μηχανοκίνητου αθλητισμού, έχει εδώ και δεκαετίες σπάσει αυτά τα στεγανά για τους Έλληνες. Είναι το ετήσιο ραντεβού με μια μοναδική εμπειρία-θεσμό, που διατρέχει γενιές, διασχίζει βουνά και κοιλάδες και φέρνει την ύπαιθρο στο προσκήνιο. Είναι αντάμωμα και σύναξη, είναι θύμηση, υπερηφάνεια και κοινωνικό γεγονός.
Το Ράλλυ Ακρόπολις συνεχίζει, προσαρμόζεται και αλλάζει. Με drones αντί για ελικόπτερα, με υβριδικά WRC αντί για Group B, με social media αντί για φιλμ 35mm. Ο πυρήνας του, όμως, παραμένει ο ίδιος. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνονται χαράματα για να βρεθούν σε μια στροφή στις «ερημιές» με ελληνική σημαία στον ώμο και κουβέρτα στο σακίδιο, το Ράλλυ Ακρόπολις θα συνεχίζει να γράφει ιστορία. Στη μνήμη, στο χώμα, και –κυρίως– στις καρδιές.
Το Ράλλυ Ακρόπολις είναι οι κυρίως άνθρωποι, το ετερόκλητο σμάρι πασπαλισμένων με σκόνη θεατών, οι πιτσιρικάδες που για πρώτη φορά βρέθηκαν στις ειδικές και «κοινώνησαν» μπουχό, ήχο και θέαμα, αλλά και οι ντόπιοι, οι τοπικές κοινωνίες και η φιλοξενία τους. Στο θέμα ετούτο θα εστιάσουμε σε αυτούς τους τελευταίους.
Φουρνά /Ταρζάν, ένα μήνα πριν
Λένε ότι αν θες να γνωρίσεις έναν τόπο καλά, θα πρέπει πρώτα να γνωρίσεις τους ανθρώπους του. Να αναμιχθείς με αυτούς, να ζήσεις την καθημερινότητά τους, να ενταχθείς. Είχα μόνο μία ημέρα. Είχα αγχωθεί. Μετέδωσα το άγχος και στη Ναυσικά (η φωτογράφος μας) όταν πρωί, βγαίνοντας στην εθνική με το KGM Korando, προσπάθησα να την πείσω ότι έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου και «πλάνο». Δεν τα κατάφερα, οπότε στη μεγαλύτερη διάρκεια της διαδρομής προς τη Φουρνά απλά προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε την ανησυχία μας, ανταλλάσσοντας δημιουργικές ιδέες και εναλλακτικές, ώστε να βγει θέμα.
Το «θέμα» ήταν άλλο βέβαια, ότι κουβαλούσαμε πολλή «Αθήνα» μέσα μας και πηγαίναμε σ’ έναν τόπο όπου, παρά την άπλα του, δεν έχει χώρο για αστικές νευρώσεις: Φουρνά Ευρυτανίας.
Η Φουρνά είναι ένας οικισμός του νομού Ευρυτανίας σε υψόμετρο 830 μέτρων, χτισμένος στο ανατολικό «σβήσιμο» του Τυμφρηστού (Βελούχι) και των Αγράφων, προς τον θεσσαλικό κάμπο. Χωριό αδιαμφισβήτητα ορεινό, περίκλειστο από κατάφυτες πλαγιές, με 300 και κάτι μόνιμους κατοίκους που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και την υλοτομία.
Θα μπορούσε να είναι άλλο ένα ορεινό χωριό από τα εκατοντάδες «ξεχασμένα» στη χώρα μας, μόνο που δεν είναι έτσι. Βλέπετε, η Φουρνά βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση με μια από τις πιο φημισμένες ειδικές του Ράλλύ Ακρόπολις, αυτή που αποκαλείται «Ταρζάν».
Μια φορά τον χρόνο λοιπόν και δεδομένου ότι –τηρουμένων των αναλογιών– υπάρχουν οι υποδομές για να είναι δυνατό κάτι τέτοιο, η Φουρνά αποτελεί το σημείο αναφοράς του Ακρόπολις, όταν το Ράλλυ «ανηφορίζει» προς αυτήν την περιοχή. Το όμορφο χωρίο «φορά τα καλά του» και υποδέχεται τους επισκέπτες ή μάλλον τις «φυλές» και τα καραβάνια του μηχανοκίνητου αθλητισμού, που κατακλύζουν ταβέρνες και καφέ, εφοδιάζονται με προμήθειες, συναντώνται, βρίσκονται, αλληλεπιδρούν.
Μπαίνοντας στη Φουρνά, έναν περίπου μήνα πριν το ετήσιο ραντεβού με το Ακρόπολις, τίποτα δεν μαρτυρούσε ή προμήνυε όλα αυτά που περιγράφονται πιο πάνω. Όχι ότι μας έκανε εντύπωση, είχε προηγηθεί η περιήγησή μας στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Φουρνάς, μέσα στα έλατα, είχαμε αποσυμπιεστεί, είχαμε αφήσει την «Αθήνα» πίσω μας, εναρμονιστήκαμε με τους ρυθμούς. Εκεί ο χρόνος ορίζεται αλλιώς, με κυρίαρχο το «τώρα», όχι το «τι θα γίνει σε είκοσι μέρες» και τη «δεν θα προλάβω» φρίκη που απορρέει από αυτό.
Θέμα δεν είχαμε ακόμα, αλλά πλέον συμπλέαμε με την περιρρέουσα χαλαρή ατμόσφαιρά, οπότε αποφασίσαμε να κάτσουμε να φάμε. Και τότε το όλο «γύρω μας», επιβραβεύοντας τη χαλαρότητά μας, μας έκανε ένα δώρο. Ως εκ θαύματος όλα «κούμπωσαν»…
Το τσιπουράδικο-ταβέρνα «Ο Αμάραντος» στην είσοδο της Φουρνάς το λειτουργεί ο Βαγγέλης Κωστής με τη σύζυγό του. Το τιμήσαμε σε ό,τι αφορά στο δεύτερο λειτουργικό καθεστώς του και όχι το «τσιπουράδικο». Πολύ θα θέλαμε, αλλά οδηγούσαμε. Το «Από πού είστε παιδιά;» απαντήθηκε και με τον λόγο της επίσκεψής μας και ο Βαγγέλης αποδείχθηκε μεγάλος «φαν» του Ράλλυ. Για την ακρίβεια, όλοι στη Φουρνά είναι μεγάλοι «φαν». Παιδιά, γυναίκες, νέοι, γέροι.
Ο Βαγγέλης έκατσε στο τραπέζι μας και ανάμεσα στις απίστευτες νοστιμιές που απολαμβάναμε μας τα είπε όλα:
«Στη Φουρνά, το Ράλλυ το θεωρούμε δικό μας, ξέρετε», ξεκίνησε την αφήγησή του… «Εδώ είναι το Ράλλυ, εδώ είναι η καρδιά του, αυτή η περιοχή. Από μικρός θυμάμαι που με έπαιρνε ο πατέρας μου και πηγαίναμε στην ειδική, από παιδάκι, πέντε χρόνων θα ήμουν. Τότε γινόταν Μάιο νομίζω, ήταν άλλη η διαδρομή, την έχουν αλλάξει πολλές φορές, αλλά πάντα εκεί πάνω γινόταν, στην περιοχή αυτήν. Τις ημέρες του αγώνα έκλειναν τα σχολεία, όχι με εντολή των δασκάλων, απλά άδειαζε το χωριό, ανεβαίναμε όλοι πάνω παρέες ολόκληρες σε καρότσες αγροτικών, ήταν σαν γιορτή. Εγώ θυμάμαι έντονα τις εποχές δεκαετία ’90, τότε με Biasion και Vatanen. Πηγαίναμε και τις ημέρες πριν τον αγώνα στα δοκιμαστικά, ήταν πιο λίγος ο κόσμος βέβαια, αλλά μου έχει μείνει ότι οδηγοί και ομάδες ήταν πολύ προσιτοί, μας έδιναν αυτοκόλλητα, μπρελόκ, καπέλα, μπλουζάκια και αυτόγραφα και τώρα έτσι είναι πάντως, δεν το παίζουν φίρμες. Οι πιο μεγάλοι έκαναν και κατασκήνωση στο βουνό εκείνες τις ημέρες, να μη χάσουν ούτε λεπτό από όλα αυτά».
Ρώτησα τον Βαγγέλη αν έχει αλλάξει κάτι σε όλα αυτά σήμερα, αν ο κόσμος συνεχίζει να δείχνει την ίδια αγάπη:
«Σήμερα είναι ακόμα πιο καλά! Περισσότερος είναι ο κόσμος, έρχονται απ’ όλη την Ελλάδα και πολλοί από το εξωτερικό, από Ευρώπη, αλλά και από αλλού, όλοι έχουν περάσει από εδώ. Σε άλλα χωριά μαζεύονται όλοι όσοι έχουν καταγωγή από τον τόπο τα καλοκαίρια, το Πάσχα ή σε γιορτές, εδώ σε εμάς οι απανταχού Φουρνιώτες έρχονται τις ημέρες του Ακρόπολις, γεμίζει το χωριό γίνεται χαμός… Σου είπα, το θεωρούμε δικό μας το Ράλλυ, η Φουρνά είναι συνδεδεμένη με αυτό, ήταν και ο Ταρζάν…».
Ζήτησα από τον Βαγγέλη να μου πει λίγο περισσότερα για τον άνθρωπο αυτόν, που το παρατσούκλι του αποτέλεσε και την ονομασία στην ονομαστή ειδική:
«Ο Γιώργος ο Μπούργος ήταν ο Ταρζάν! Φουρνιώτης, από εδώ ήταν, για εμάς ο μπαρμπα-Γιώργος. Ζούσε στην Αθήνα και ήταν αστυνομικός, αλλά τον διέγνωσαν με φυματίωση και οι γιατροί τού είπαν αν μπορεί να πάει σε ένα μέρος απομονωμένο, με καθαρό αέρα, να περάσει όση ζωή τού έμενε με κάποια ποιότητα. Γύρισε εδώ, στον τόπο του, και ζήτησε ένα μέρος να του παραχωρηθεί από το δασαρχείο, του έδωσαν το καλύβι στην περιοχή του Ζαχαράκη. Ο μπαρμπα- Γιώργος είχε μια μικρή σύνταξη, αλλά ήταν αγαπητός πολύ και τον ζούσε ο κόσμος, του πήγαιναν διάφορα οι περαστικοί και τον πρόσεχαν. Το καλύβι ήταν δίπλα στην ειδική, που παλιά ονομαζόταν Φουρνά, αλλά τελικά έμεινε να τη λένε Τάρζαν, από το παρατσούκλι του μπαρμπα-Γιώργου. Ηταν η μασκότ σαν να λέμε του Ράλλλυ και της περιοχής. Τελικά, ο παππούς έμεινε 60 χρόνια εκεί πάνω, πέθανε 90 και χρόνων».
Στη τραπέζι μας ήρθε και ο κύριος Πάνος, το «πειραχτήρι» του χωριού, με το πηγαίο χιούμορ, πιο δίπλα μια παρέα από την Αθήνα που έκανε τις ειδικές με side by side «τούμπανα» και μοτοσικλετιστές με adventure μοντέλα, για μια «χωμάτινη» σύναξη που είχε οργανωθεί στην περιοχή.
Η Φουρνά, τελικά, ήδη ζούσε έμμεσα σε ακροπολικούς ρυθμούς. «Είναι πέρασμα για πολλούς μοτοσικλετιστές», μας είπε ο Βαγγέλης. «Από άνοιξη και όλο το καλοκαίρι, περνάνε από εδώ όχι μόνο Ελληνες, είναι και πολλοί ξένοι, γκρουπ ολόκληρα».
Και τον χειμώνα;
«Τον χειμώνα είναι δύσκολα, κυρίως λόγω καιρού», πετάχτηκε ο κ. Πάνος, «χιόνια πολλά δεν έχουμε πια, αλλά είναι δύσκολα, πώς να σ’ το πω; Σ’ τη βαράει λίγο».
Η Φουρνά, όπως δυστυχώς και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής υπαίθρου, είχε μπει σε μια τροχιά παρακμής, με τους νέους να φεύγουν από τα χωριά τους. Όμως, σε πείσμα των καιρών, κάποιοι επιμένουν να την κρατήσουν ζωντανή.
Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από δύο ανθρώπους με βαθιά αγάπη για τον τόπο: τη δασκάλα Παναγιώτα Διαμαντή, που προσπαθούσε να κρατήσει ανοιχτό το μονοθέσιο δημοτικό σχολείο, και τον πατέρα Κωνσταντίνο Ντούσικο, εφημέριο του χωριού. Μαζί αποφάσισαν να κάνουν κάτι τολμηρό: να απευθύνουν κάλεσμα σε νέες οικογένειες να εγκατασταθούν στο χωριό, προσφέροντάς τους σπίτια, στήριξη και προοπτικές.
Το σχέδιο ήταν απλό, αλλά ουσιαστικό: να δώσουν δωρεάν ή επιδοτούμενη στέγαση, να βοηθήσουν με έξοδα διαβίωσης και να εξασφαλίσουν εργασία μέσω του δήμου, της περιφέρειας ή ιδιωτών. Η ανταπόκριση ήταν συγκινητική: χιλιάδες τηλεφωνήματα, προσφορές από απλούς πολίτες, στήριξη από τοπικούς φορείς και τη Μητρόπολη Καρπενησίου. Ήδη, δύο πολύτεκνες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Φουρνά, ενώ δεκάδες άλλες εκδήλωσαν ενδιαφέρον.
Το σχολείο απέκτησε καινούργιους μαθητές, το Νηπιαγωγείο λειτούργησε ξανά και το χωριό απέκτησε ξανά φωνές, ζωή και μέλλον!
Πλέον, είχαμε θέμα, είχαμε γεμάτα στομάχια και αυτήν τη γλυκιά αίσθηση που σου αφήνει η κουβέντα με ζεστούς και εγκάρδιους ανθρώπους. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, για το τελευταίο σκέλος του οδοιπορικού αυτού, την ειδική του Ταρζάν.
Πρώτη στάση το σπιτάκι στο όποιο έζησε 60 χρόνια ο Γιώργος Μπούργος, aka «Ταρζάν». Είναι δίπλα στο δρόμο, υπάρχει στους χάρτες πλοήγησης και μπορεί πολύ εύκολα να το βρει κανείς. Δύσκολα να το χάσει κιόλας, αφού στην πρόσοψή του, δίπλα από την πόρτα, μια μεγάλη ζωγραφιά δείχνει τον Ταρζάν να ατενίζει απέναντι, την ανοιχτωσιά με τα έλατα και την είσοδο στην περίφημη διαδρομή του Ακρόπολις.
Εκεί πήγαμε και εμείς με το KGM Korando για να πάρουμε μια γεύση από την ειδική, η οποία κάποτε αποτελούσε φόβητρο, αλλά και αγαπημένο κομμάτι του Ράλλυ από πολλούς οδηγούς. «Βγαίνετε άνετα, ακόμα και Ι.Χ. περνά με λίγη προσοχή», μας είχαν πει στη Φουρνά, δίνοντάς μας παράλληλα και οδηγίες για το πώς θα «πέσουμε» στη Μακρακώμη, ώστε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Όντως έτσι ήταν, με τα σημάδια από το γκρέιντερ που είχε πρόσφατα περάσει να είναι ορατά: «αλφαδιασμένο το χώμα» και «μασούρι» επιχωματώσεις στις άκρες του δρόμου. Παιχνιδάκι η διέλευση για το Κorando, βέβαια με «νορμάλ» ταχύτητες, σε καμία περίπτωση WRC…
Σηματοδότηση ήταν ακόμα νωρίς για να έχει υπάρξει, πέρα από κάποιες ταμπέλες που συνιστούσαν σε μελισσοκόμους να μην τοποθετήσουν κυψέλες. Ξεκίνημα άνοιξης εκεί πάνω, καταπράσινα όλα και από πανίδα είδαμε αλεπού, ζαρκάδι και χελώνες. Ερημιά, κατά τα άλλα.
Αδύνατον να μη σκεφτείς την αντίθεση, το ότι δηλαδή λίγες ημέρες μετά το πέρασμά μας, αυτά τα πρανή θα σφύζουν από ζωή, με ένα πολύχρωμο πλήθος από σκονισμένα χαμόγελα να τα έχει καταλάβει, προσμένοντας το πέρασμα των αγωνιστικών πυραύλων. Αυτό είναι το Ακρόπολις, ένα κλείσιμο του ματιού από τον παγκόσμιο μηχανοκίνητο αθλητισμό προς τη χώρα μας, ένα ετήσιο ραντεβού με μια ευχάριστα θορυβώδη «αντάρα», που για πολλούς, στα μέρη από τα οποία περνά, είναι πλέον κομμάτι της ζωής τους και καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα των αναμνήσεών τους.
KGM Korando 1.5 AT 4WD – SUV όσο δεν πάει
Για την εξόρμησή μας στη Φουρνά και στον Ταρζάν χρησιμοποιήσαμε την τετρακίνητη έκδοση του Korando από την KGΜ και οι εντυπώσεις μας ήταν άριστες! Αν πρέπει να συνοψίσουμε σε μια λέξη την εμπειρία μας, τότε θα επιλέγαμε το «ουσία», με την έννοια ότι το εν λόγω αυτοκίνητο μπορεί να μη σε κερδίζει με την πρώτη ματιά, ωστόσο μετά τα χιλιόμετρα που κάναμε μαζί του, εκτιμήσαμε τις αρετές του, τις οποίες δεν τις κραυγάζει με την εμφάνιση, αλλά περιμένει να τις ανακαλύψεις. Η άνεση των επιβατών είναι το πρώτο μέλημα του Korando και αυτό το διαπιστώσαμε τόσο στο ταξίδι μας στην εθνική όσο και στο χώμα, με αυτό το δεύτερο πεδίο να είναι το δυνατό του σημείο.
Οι μεγάλης διαμέτρου ζάντες με τα αντίστοιχα μεγάλα ελαστικά, σε συνδυασμό με τη μαλακή ανάρτηση, «σιδέρωναν» τα πάντα στους χωματόδρομους και η τετρακίνηση (part time με εμπλοκή όταν χρειάζεται) κρατούσε πειστικά το αυτοκίνητο στην κατεύθυνση που του όριζες, ακόμα και σε ταχύτητες που μπορεί να απείχαν αρκετά από αυτές των WRC πυραύλων, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν «σβέλτες» για τα μετριοπαθή δεδομένα της κατηγορίας. Mας άνοιξε την όρεξη, πολύ θα θέλαμε να το δούμε με ένα ζευγάρι πιο χωμάτινα ελαστικά εκτός δρόμου, δεδομένης και της δικλίδας ασφάλειας του κλειδώματος στο κεντρικό διαφορικό. Στην πόλη δεν το οδηγήσαμε πολύ, αλλά τα λίγα χιλιόμετρα που κάναμε ήταν αρκετά για να εκτιμήσουμε το πανάλαφρο τιμόνι του. Από πλευρά κατανάλωσης, αυτή κυμάνθηκε στα 8,5 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα.
Όλες οι ειδήσεις
Αυτό είναι το πιο άγριο Lada Niva που έχεις δει ποτέ
Ταξίδι με cruise control: Το κόλπο για να κάνεις οικονομία και να μην καις υπερβολικά
ΟΠΕΚΕΠΕ και στην Αυστραλία: Φαρμακοποιός έπαιρνε επιδόματα και αγόραζε supercars