TRAVEL

Στον καλύτερο δρόμο της Ελλάδας: Οδοιπορικό στην Κυνουρία με Audi RS3 και Ducati Multistrada V4S

ston-kalytero-dromo-tis-elladas-odoiporiko-stin-kynouria-me-audi-rs3-kai-ducati-multistrada-v4s-761044

Τα 23 χιλιόμετρα στα σύνορα Αρκαδίας – Λακωνίας  που αποτελούν «παιδική χαρά» για τους λάτρεις της οδήγησης και η διαδρομή που οδηγεί εκεί

Του Κώστα Γαμβρούλη, Φωτογραφίες: Δημήτρης Μανώλαρος 

Στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, ένα βιβλίο 800+ σελίδων, περιγράφεται μία μόνο ημέρα από τη ζωή ενός κατοίκου του Δουβλίνου. Ξυπνά το πρωί να πάει στη δουλειά του και τελικά επιστρέφει αργά, τα ξημερώματα της επόμενης, έχοντας ζήσει την προσωπική του, επική περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης.

Τα ταξίδια στην Ελλάδα μού θυμίζουν τον «Οδυσσέα».  Όχι λόγω εντοπιότητας του ομηρικού ήρωα πάντως. Είναι γιατί ακόμα και μικρές, μονοήμερες διαδρομές στη χώρα μας προσφέρουν απίστευτη εναλλαγή παραστάσεων και σε γεμίζουν ασφυκτικά με εικόνες. Αν θες να επικοινωνήσεις τα όσα έζησες, να αποτυπώσεις τον χορό των αισθήσεων που βίωσες, χρειάζεσαι σελίδες. Ίσως όχι 800, αλλά αρκετές.

Τους είχα ζαλίσει στο γραφείο για τον «καλύτερο δρόμο στην Ελλάδα». Με κοίταζαν σκεπτικοί. «Ποιος το λέει αυτό;», με ρώταγαν. Ήξερα ότι το «εγώ» ως απάντηση δεν ήταν αρκετό για να τους πείσει. Υπάρχει όμως. Ένα κομμάτι περί τα 23 χιλιόμετρα, εκεί όπου ενώνονται οι Νομοί Αρκαδίας και Λακωνίας, αποτελεί «παιδική χαρά» για τους λάτρεις της οδήγησης. Χάραξη, τοπίο, ποιότητα ασφάλτου, λιγοστή κίνηση, όλα τα έχει.

Το μεθοδικό «πρήξιμο» που στρατηγικά και επισταμένα εφήρμοζα εδώ και μήνες απέδωσε και οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν: Θα περνάμε για δοκιμή το ανανεωμένο Audi RS3. Δεν ήταν αυτό το επίτευγμά μου, αλλά ο προορισμός που επιλέχθηκε για να τιμήσουμε όπως πρέπει αυτό το μηχάνημα οδηγικής απόλαυσης. «Θα πάμε στον δρόμο σου», μου είπαν. Είχε όμως και καλύτερο. Θα «ζευγαρώναμε» το Audi με μια Ducati, κομμένη και ραμμένη για τη διαδρομή και ιδανική για το τετράτροχο ταίρι της: Multistrada V4S.

Νωρίς το πρωί στον δρόμο, ο καιρός «γκαζωμένα» ανοιξιάτικος με τάσεις για «καλοκαιρινός». Ο Τρύφωνας και ο Δημήτρης με το αυτοκίνητο, εγώ στη μοτοσικλέτα. To Multistrada V4S έχει το γκάζι για να κάνει πολύ ενδιαφέρουσες (και πολύ παράνομες…) ακόμα και τις βαρετές διαδρομές των εθνικών. Το ίδιο και το Audi των 400 ίππων. Ωστόσο, προτιμήσαμε τη νομιμότητα. Άλλος ήταν ο σκοπός μας, όχι να κάνουμε συλλογή κλήσεων.

Κάπως έτσι και αφού είχα εξερευνήσει όλο το ψηφιακό menu της Ducati (στο αυτοκίνητο είχαν ακούσει 3-4 playlist), φτάσαμε  λίγο έξω από την Τρίπολή, όπου βγήκαμε από την εθνική. Πορεία «καρφί» ανατολική να πιάσουμε το Άστρος.

Ο δρόμος που σε μεταφέρει από το «σχεδόν κέντρο» της Πελοποννήσου στα παράλια είναι ένας τυπικός ελληνικός επαρχιακός, που σημαίνει ότι έχει τις ατέλειές του, αλλά έχει και τις εκλάμψεις του. Τμήματα-δωράκια, καλοστρωμένα και απολαυστικά. Σε αυτά τα σημεία, άρθηκαν οι περιορισμοί που είχαμε αναγκάσει εαυτούς και μηχανήματα στις εθνικές.

Το RS3 και η Multistrada V4S όρμηξαν σαν ροτβάιλερ σε μπριζόλα όταν τους δόθηκε η εντολή.

Πρώτη στάση για φωτογράφιση, κατ΄ εντολή του Δημήτρη, σε μια ωραία παρατεταμένη με άπλα και ορατότητα.  Θεατής εγώ, βλέπω το RS3 να έρχεται με πολλά, ενώ ο Δημήτρης το σημαδεύει με τον τηλεφακό. «Θα φρενάρει», σκέφτομαι. Αμέσως μετά, η σιγουριά μου μετατρέπεται σε απορία και ανησυχία: «Γιατί δεν φρενάρει;».

Ήταν από αυτές τις στιγμές που οι τετριμμένες παρομοιώσεις, «τρένο» και «σε ράγες», αποκτούν ρεαλιστική υπόσταση. Πολύ περίεργο το να βγάζεις συμπεράσματα παρακολουθώντας απ΄ έξω ένα αυτοκίνητο, αλλά αυτός ο «λαχανί πύραυλος» στρίβει!  Ο Τρύφωνας γύρισε να πάρει οδηγίες από τον καλλιτεχνικό διευθυντή-φωτογράφο κ. Μανώλαρο για το επόμενο πέρασμα. Μπήκα σφήνα στη συζήτηση:

-Με πόσα ήσουν;

-Με τόσα, μπορεί και περισσότερα το αυτοκίνητο.

-….

Η στιχομυθία δεν ήταν ακριβώς έτσι, συνοδευόταν από «φιλικές προσφωνήσεις» και ενθουσιώδες κλίμα στα επίθετα και στους χαρακτηρισμούς. Καταλαβαίνετε. Ο Τρύφωνας έκανε μανούβρες να γυρίσει το RS3. Κοίταξα την πρασινολαχανί υπόστασή του για πρώτη φορά αλλιώς, με θαυμασμό και σεβασμό. Απομακρύνθηκε για ένα ακόμα πέρασμα και οι ήχοι από την τετράδα των εξατμίσεων του ήταν σαν να μου λέγανε περιπαικτικά «ψάρωσες ε;».

Μόλις βγήκαμε στον επαρχιακό Άστρος-Λεωνιδίου, κάναμε δεξιά, με κατεύθυνση νότια. Όχι για πολύ. Στα 3 χιλιόμετρα, ακριβώς αριστερά του δρόμου, βρίσκεται η Λίμνη Μουστού. Πρόκειται για έναν υδροβιότοπο που σχηματίζεται από την πηγή γλυκού νερού που αναβλύζει στα δεξιά του χώρου στάθμευσης και από τα κανάλια που επικοινωνούν με τη θάλασσα. Έλη, καλαμιώνες και μεγάλες υδάτινες επιφάνειες προσφέρουν καταφύγιο σε πολλά είδη, με την ορνιθοπανίδα να έχει φυσικά την τιμητική της.

 

Υπάρχει (βατός) χωματόδρομος που διατρέχει από τα αριστερά τη λίμνη, καταλήγοντας στη θάλασσα, καθώς και κιόσκια-παρατηρητήρια για όσους επιδίδονται στη φωτογράφιση της άγριας φύσης. Στις πηγές, έχει διαμορφωθεί χώρος ώστε όσοι το επιθυμούν να μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους. Με προσοχή, γιατί το νερό είναι σε θερμοκρασία ψύκτη.

Συνεχίσαμε, ο δρόμος αρχικά δεν προσφέρει θέα προς τη θάλασσα και διασχίζει ένα ήπιο ανάγλυφο. Πολύ σύντομα, όμως, μετά το χωρίο του Αγίου Ανδρέα, το τοπίο αλλάζει και η διαδρομή ανηφορίζει, καταλήγοντας με μια «βουτιά» σε δεξιά στροφή. Σε αυτό το σημείο,  αποκαλύπτεται η νότια πλευρά του Αργολικού Κόλπου και αρχίζουν τα ωραία.

Αυτό που βλέπεις είναι το τυπικό «χρώμα» της Κυνουρίας. Στα αριστερά, οι αποχρώσεις του μπλε, από το βαθύ της θάλασσας μέχρι το γαλανό του ουρανού, και στα δεξιά το πράσινο των κατάφυτων με πουρνάρια και χαμηλή βλάστηση των πλαγιών.

Παράλληλα, στην ενδοχώρα, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, απλώνεται ο Πάρνωνας. Σε αυτόν οφείλεται το έντονο ανάγλυφο της περιοχής. Ουσιαστικά διασχίζεις τις ανατολικές υπώρειες του βουνού που «σβήνουν» απότομα στη θάλασσα. Ο δρόμος για τα επόμενα χιλιόμετρα διέρχεται από αυτήν την κόψη, προσφέροντας μοναδική θέα.

Οι πτυχώσεις στο σημείο συνάντησης στεριάς και θάλασσας έχουν δημιουργήσει δεκάδες παραλίες. Πολλές φαίνονται από τον δρόμο και έχουν εύκολη πρόσβαση, ενώ άλλες είναι κρυφές, θέλουν πόδια και περιμένουν να τις ανακαλύψεις. Νερά; Κρυστάλλινα και πεντακάθαρα! Μια σημείωση εδώ: Πρέπει να σου αρέσει το βότσαλο ή να μην έχεις πρόβλημα με αυτό. Αμμουδιές… δεν, εκτός από μία και μοναδική, μικρή, στην οποία γίνεται το αδιαχώρητο το καλοκαίρι. Ψάξτε για την «Άμμο του Μουλά»  όσοι και όσες «πονάνε τα ποδαράκια σας».

Η επόμενη προγραμματισμένη στάση μας ήταν ο Τυρός, ένας τουριστικά ανεπτυγμένος οικισμός που διακρίνεται για τον δρόμο-«περατζάδα» που διατρέχει τη μεγάλη παραλία του. Πήγαμε στο «Καρνάγιο», ένα καφέ/μπαρ, σήμα κατατεθέν του Τυρού, που μετρά 40 χρόνια λειτουργίας. Θα το καταλάβετε από τη χαρακτηριστική «ναυτική» του διακόσμηση, αποκλείεται να το χάσετε.

Το λαχανί τετράτροχο και το κόκκινο δίτροχο αποτελέσαν πόλο έλξης για τους λιγοστούς (Μάιος ακόμα) ντόπιους θαμώνες και τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Πιάσαμε κουβέντα μαζί τους, οι  ερωτήσεις βροχή, το κέρασμα εγκάρδιο. Φιλόξενοι, ζεστοί άνθρωποι. Στην παρέα προστέθηκε και μια παρέα Αυστριακών μοτοσικλετιστών. Tαγμένοι BMWδάκηδες, είχαν ξεκινήσει από τη χώρα τους με τα GS και φόραγαν t-shirt του βαυαρικού οίκου ακόμα και στην casual, πεζή έξοδό τους για βόλτα, στην παραλία.

Έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ducati, εκφράζοντας χωρίς κολλήματα τον θαυμασμό τους. Απόρησα που δεν οδηγούσαν ΚΤΜ, είναι το εθνικό τους προϊόν εκεί στην Αυστρία. Σκέφτηκα να μεταφράσω στα αγγλικά το «παπούτσι από τον τόπο σου…», αλλά συγκρατήθηκα, δεν ήθελα να δημιουργήσω μια άβολη στιγμή με βλέμματα απορίας. Άλλωστε, υπάρχουν και Έλληνες που δεν τρώνε φέτα. Γούστα είναι αυτά.

Ήμασταν ήδη στο νότιο τμήμα της Κυνουρίας πριν ακόμα μπούμε στον Τυρό και τώρα κατευθυνόμασταν πιο νότια, προς την πρωτεύουσα του δήμου, το Λεωνίδιο. Η διαδρομή παρέμενε στο ίδιο μοτίβο, στριφτερή και όμορφη, με τα  παραθαλάσσια χωριουδάκια Λιβάδι και Σαμπατική να αποτελούν σημεία ενδιαφέροντος. Κάπου εδώ βγαίνεις από τον Αργολικό Κόλπο. Η θέα προς τα ανατολικά είναι το «μπλε το απρόσκοπτο» του Μυρτώου Πελάγους και η μόνη περίπτωση να «αγκυρώσει» σε στεριά το βλέμμα σου είναι η Σέριφος, η Σίφνος και η Μήλος, στα 70 ναυτικά μίλια.

Το Λεωνίδιο είναι χτισμένο σε μία από τις σπάνιες για την περιοχή ανοιχτωσιές. Χωρισμένο στα δύο από το ρέμα Δαφνών και περίκλειστο από υψώματα, με τις σχεδόν κάθετες κόψεις βράχων στα βόρεια (και όχι μόνο) να έχουν αναδείξει την πόλη ως τουριστικό προορισμό και για έναν άλλον, πέρα από τους προφανείς, λόγο: την αναρρίχηση. Από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, συρρέουν στην περιοχή πολλοί αναρριχητές από το εξωτερικό, διατηρώντας την τουριστική μηχανή του τόπου αναμμένη όλο τον χρόνο.

Η πόλη είναι γραφική, με πληθώρα οικημάτων στο αρχιτεκτονικό στιλ της Κυνουρίας, το οποίο με μια αφαιρετική απόδοση θα το χαρακτήριζα ως «ανοιχτόχρωμη πέτρα με κεραμοσκεπές». Στο μικρό Δέλτα (ας το πούμε Δέλτα…) που σχηματίζει το ρέμα Δαφνών απολήγοντας στη θάλασσα, καλλιεργείται το ονομαστό προϊόν της περιοχής, η μελιτζάνα. Αν βρεθείτε εκεί, δοκιμάστε οποιοδήποτε πιάτο έχει μελιτζάνα, ακόμα και αν τη σιχαίνεστε. Στο Λεωνίδιο το ξέρουν το αντικείμενο και μπορούν να σας αλλάξουν γνώμη.

Η Τσακωνική διάλεκτος μιλιέται σε μια περιοχή που χονδρικά ορίζεται από τον Τυρό έως το Λεωνίδιο. Προέρχεται από την Δωρική Διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και υπάρχουν πολλές ταμπέλες στην περιοχή που αναγράφουν ολόκληρες προτάσεις σε αυτόν τον περίεργο και μοναδικό γλωσσικό τύπο.

Για όσους σκοπεύουν να συνεχίσουν νότια, πέρα από το Λεωνίδιο, ακολουθώντας την διαδρομή μας, εδώ είναι η τελευταία ευκαιρία να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ. Για τα επόμενα 60 χιλιόμετρα μέχρι τον τελικό προορισμό, το Κυπαρίσσι, δεν υπάρχει σταγόνα βενζίνης.

Φεύγοντας από το Λεωνίδιο,  περάσαμε την Πλάκα Λεωνιδίου, δηλαδή το επίνειο της πόλης. Πρόκειται για ένα ωραίο λιμανάκι, με πολλές (ψαρο)ταβέρνες και παραλία στην άκρη του. Ανασύνταξη, καφές και κάτι να φάμε για ενέργεια. Ελαφρύ, όχι τίποτα λαδερό με μελιτζάνες.

Τα Πούλιθρα, ένα πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό, σηματοδοτούν το τέλος της διαδρομής με παρέα τη θάλασσα στα αριστερά. Από εδώ αρχίζει μια απότομη ανάβαση, είναι η είσοδος σε μια πολύ πιο αραιοκατοικημένη περιοχή, που θα μας οδηγούσε  στον επόμενο προορισμό μας, το Φωκιανό.

 

Ο στενός και στριφογυριστός δρόμος βγάζει σε ένα ημιορεινό, μεγάλο πλάτωμα, μια από τις γεωμορφολογικές «καλοσύνες» του Πάρνωνα. Τα πράγματα εδώ είναι ήρεμα. Ή έρημα. Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς, για να αλλάξουν θέση το «η» με το «ε». Παραμένεις πάντως σε –καλή– άσφαλτο.

Τα χωριά που συναντάς είναι ο ορισμός… του χωριού. Μικρά, χωρίς να έχουν αλλοτριωθεί, ενταγμένα μέσα στο περιβάλλον που τα περιστοιχίζει. Δύο στον αριθμό, η Αμυγδαλιά και το Πηγάδι.

Ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, και αυτό έκανε και ο –παραδόξως πώς, δεδομένης της απομόνωσής του– αρκετά καλός δρόμος που καταλήγει στο Φωκιανό. Για πολλούς, η καλύτερη και πιο όμορφη παραλία της ευρύτερης περιοχής. Βοτσαλάδα, πεντακάθαρα νερά και με μοναδικό χρώμα, λόγω της σχεδόν αμφιθεατρικής διάταξής, που αντανακλά το πράσινο των πουρναριών στο «τιρκουαζομπλεσμαραγδί» (γεια σου, εσύ με τα χαλιά) της θάλασσας.

 

Έχει και ταβέρνα, έχει και καντίνα και ξαπλώστρες, έχει και ένα κρυφό κολπίσκο-λιμανάκι στο αριστερό άκρο, για να κάνετε βούτες από τα βράχια. Αυτό που δεν έχει είναι σήμα. Απλά το λέω, μην είστε τίποτα influencer και σας πέσει βαρύ.

Το Φωκιανό αποτελεί επίσης την αφετηρία –και θα επιμείνω στον ισχυρισμό μου– του καλύτερου δρόμου στην Ελλάδα. Εδώ είναι οι εσχατιές της Αρκαδίας και της Νότιας Κυνουρίας. Παλιά, δηλαδή, ακόμα και τη δεκαετία ’90, δεν είχε πιο κάτω, τέλειωνε ο δρόμος. Σαν οι Αρκάδες και οι Λάκωνες να είχαν προηγούμενα από την περίοδο «πόλεις-κράτη» της αρχαίας Ελλάδας και να μη μιλιούνται.

Η κατασκευή του δρόμου διήρκεσε πολύ. Θυμάμαι ότι οι Αρκάδες ήταν πιο πρόθυμοι στο να δημιουργήσουν αυτήν την ασφάλτινη «γέφυρα» επικοινωνίας, είχαν ανοίξει το τμήμα που τους αναλογούσε και απλά περίμεναν να πράξουν το ίδιο και οι «από κάτω». Καθυστέρησαν, είναι η αλήθεια, οι Λάκωνες, αλλά, όταν τελικά το έκαναν, αυτό που προέκυψε επιβεβαίωσε την παροιμία περί «καλού πράγματος» και αργού χρόνου περαίωσης.

Αυτό το κομμάτι δρόμου, λοιπόν, ξεκινά από το Φωκιανό και μετά από 23 χιλιόμετρα καταλήγει στο Κυπαρίσσι της Λακωνίας. Η χάραξη ακολουθεί το γνωστό μοτίβο «στροφές όλων των ειδών» με κάποιες ευθείες ανάμεσά τους. Το θέμα είναι ότι γεωγραφικά είσαι στα νότια της Πελοποννήσου και αυτό σημαίνει ότι από βλάστηση τα δέντρα έχουν φάει πόρτα.

 

Σε συνδυασμό με τη φαρδιά διάνοιξη και την άψογη σχεδίαση του δρόμου, έχεις ορατότητα σε όλες τις στροφές. Ακόμα και στα σημεία που δεν έχεις, καμία εργολαβική «εκπληξούλα» δεν πρόκειται να σε τρομάξει. Σωστές κλίσεις, πολύ καλή ποιότητα ασφάλτου, μπαριέρες, διαγράμμιση και… ερημιά. Ελάχιστη κίνηση, ακόμα και κατά την «υψηλή σεζόν», το καλοκαίρι.

Είναι και η θέα όμως, ο περιβάλλων χώρος. Minimal, είσαι εσύ και ο δρόμος, δεν υπάρχει τίποτα να σου αποσπάσει την προσοχή. Θάλασσα, πουρνάρια και ελάχιστα υποστατικά κτηνοτρόφων, κανένα χωριό, καμία ταμπέλα.

 

Μπορείς να κάνεις αυτό το κομμάτι πάνω-κάτω όλη μέρα αν θες (προσοχή στη βενζίνη) και όταν δεν θες πια άλλο να καταλήξεις στο πανέμορφο Κυπαρίσσι, που αποτελεί το νέο «δεν έχει πιο κάτω δρόμο» σύνορο της περιοχής.

Aυτό κάναμε και εμείς, για αυτό διανύσαμε τόσα χιλιόμετρα άλλωστε. Το Audi RS3 και η Multistrada V4S βρέθηκαν στο στοιχείο τους. Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλο σημείο της όλης διαδρομής, αποκάλυψαν την πραγματική φύση τους.

Εν κατακλείδι, θαρραλέε αναγνώστη που έφτασες μέχρι εδώ, χρειάζεσαι μια μοτοσικλέτα των «κοντά στις 30.000 ευρώ» και ένα αυτοκίνητο των «πάνω από 100.000 ευρώ» για να τα βιώσεις όλα αυτά; Για να κλείσω όπως ξεκίνησα, με ομηρικές αναφορές, αυτές είναι οι «Σειρήνες».

Γοητευτικές και «ξεμυαλίστρες». Αν σε παίρνει, τίποτα δεν σε εμποδίζει να μπλεχτείς στα δίχτυα τους και να το ζήσεις. Αν όχι, μη στεναχωριέσαι. Το θέμα είναι να μην αναβάλεις για χάρη τους, τη δική σου Οδύσσεια.

Η Ελλάδα έχει ακόμα μέρη που σου επιτρέπουν να απολαύσεις οδήγηση, να εξερευνήσεις, να «χαθείς» και να «ξαναβρεθείς». Γράψε τις δικές σου 800 σελίδες. Με ό,τι έχεις.

ΦΑΓΗΤΟ 

«Το κουτούκι του Δημήτρη» ή, αλλιώς, «οι μπουκιές από τον παράδεισο»

Αρχές δεκαετίας ’90 πρέπει να ήτανε, γυρνούσαμε οικογενειακώς από τον Φωκιανό. Η θάλασσα ανοίγει την όρεξη και ο μεταβολισμός δύο αγοριών στην εφηβεία δεν καταλαβαίνει από κουλουράκια και λίγα φρούτα. Πεινούσαμε και είχαμε 55 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουμε στο μέρος που είχαμε στήσει τη σκηνή-τσαρδί μας.

Αν τώρα είναι έρημα εκεί κάτω, το ’90 ήταν «ούτε πουλί πετούμενο». Είχαμε σκαρφαλώσει στο πλάτωμα πάνω από τον Φωκιανό και περνούσαμε το πρώτο χωριό, το Πηγάδι. Στην έξοδό του, το εκπαιδευμένο μάτι των γονιών μου έπιασε κάτι που ίσως να τους γλίτωνε από την γκρίνια μας.

Ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι, με την ξύλινη πόρτα του ανοιχτή και δύο τραπέζια με καρέκλες, σχεδόν πάνω στον δρόμο. Καμία ένδειξη ότι πρόκειται για κάτι «επίσημο» στην εστίαση. Παρ’ όλα αυτά η ερώτηση έγινε: «Έχετε τίποτα για φαγητό;». Η συμπαθέστατη γιαγιά που ξεπρόβαλε από την πόρτα είχε. Ό,τι μαγείρευε για εκείνη δηλαδή, τα πιάτα που περίσσευαν, τα προσέφερε. Ο κόκορας με χυλοπίτες και μυζήθρα που απολαύσαμε είναι από τις εμπειρίες που έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη μου.

Άλμα στο σήμερα, πάλι γυρνούσαμε από τον Φωκιανό, κουρασμένοι από το ταξίδι και την οδήγηση στον δρόμο-ποίημα. Τώρα τον ρόλο του γονέα τον είχα εγώ, τρόπον τινά, με τον Δημήτρη και τον Τρύφωνα να θέλουν «ανεφοδιασμό». Εντάξει και εγώ πείναγα, δεν θα πω ψέματα. Τους είχα πει για το μέρος αυτό και το περίμεναν πώς και πώς.

Η παράδοση που είχα ζήσει συνεχίζεται, από τον γιο της γιαγιάς, κ. Δημήτρη, και την σύζυγό του, την κ. Κατερίνα. Tο σημείο το ίδιο, αλλά υπάρχει ταμπέλα πλέον: «To κουτούκι του Δημήτρη», καθώς το μέρος λειτουργεί επίσημα.

Ο βασικός πυρήνας δεν έχει αλλάξει. Όλα τα υλικά των φαγητών προέρχονται από το μποστάνι πίσω από το σπίτι. Τα αβγά από τις κότες τις αλανιάρες. Το λάδι από τις ελιές της περιοχής. Ό,τι δεν διαθέτουν οι ίδιοι, το προμηθεύονται από τοπικούς παραγωγούς.

Εγκάρδια υποδοχή, ζεστή, πρόσχαρη, ειλικρινής, σαν να επισκεπτόμαστε συγγενείς μας. Και το φαγητό… Το φαγητό μαγεία, σπιτικό, με άρωμα και γεύση, όπως παλιά. Πήραμε κεφτεδάκια, χωριάτικη σαλάτα με τo τυρί στο πλάι, χορταρόπιτα, ομελέτα με αγκινάρες, χόρτα και πατάτες τηγανιτές. Τίποτα fancy, κανένα gourmet επιτηδευμένο όνομα, απλά πιάτα.”

 

Δεν μπορώ να πω τι ήταν πιο ωραίο. Τα πάντα ήταν νοστιμότατα! Τα υλικά τιμούσαν το όνομά τους. Ντομάτες, λάδι, τυρί, όπως έχουμε ξεχάσει ότι πρέπει να γεύονται. Πιο πολύ εντύπωση μου έκανε ο ευφάνταστος και απολαυστικός συνδυασμός της ομελέτας με τις αγκινάρες και τα απίστευτα χόρτα, τα οποίο συλλέγονται στην εποχή τους από τη γύρω περιοχή και κρεμιούνται ανάποδα σε ματσάκια, για να αποξηραθούν και να διατηρούνται όλο τον χρόνο.

Αυτό το φαγητό, σε αυτό το ήσυχο μέρος και με αυτούς τους ανθρώπους να σε φροντίζουν, είναι τρομερή εμπειρία, μια πύλη που σε γυρίζει πίσω στον χρόνο, όταν τα πάντα ήταν πιο απλά, πιο αυθεντικά, πιο αληθινά.

Αν βρεθείτε στην περιοχή, η επίσκεψη για φαγητό στο «Κουτούκι του Δημήτρη» δεν προτείνεται απλά, είναι must!

«Το κουτούκι του Δημήτρη»

Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Πηγάδι Αρκαδίας

Τηλ.: 2757 031187

H διαδρομή

ΑΘΗΝΑ-ΚΟΡΙΝΘΟΣ-ΤΡΙΠΟΛΗ-ΑΣΤΡΟΣ-ΤΥΡΟΣ-ΛΕΩΝΙΔΙΟ-ΦΩΚΙΑΝΟ-ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

Ξεκινώντας από τα γραφεία των «Quattroruote» και autotypos.gr, η χιλιομετρική απόσταση μέχρι το Κυπαρίσσι είναι 300 χιλιόμετρα ακριβώς! Αρχικά, χρησιμοποιήσαμε το σύγχρονο οδικό δίκτυο, δηλαδή Αττική Οδό με κατεύθυνση προς Ελευσίνα, Ολυμπία Οδό με κατεύθυνση Κόρινθο και Μορέα με κατεύθυνση προς Τρίπολη.

Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς το Άστρος και συνήθως η πλοήγηση προτείνει να βγει κανείς στη Στέρνα, στη μέση της διαδρομής Κορίνθος-Τρίπολη, να φτάσει στο Άργος  και στη συνέχεια από Μύλους και Κιβέρι να «πιάσει» τον Αργολικό Κόλπο από την αρχή, με κατεύθυνση νότια.

Δεν το προτείνουμε αυτό, καθώς υπάρχει κίνηση και ο δρόμος δεν είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Η εναλλακτική, καλύτερη διαδρομή είναι να φτάσετε μέχρι την Τρίπολη παραμένοντας στον Μορέα και να πάρετε την έξοδο για Τεγέα, ακολουθώντας στη συνέχεια τις πινακίδες προς Άστρος, με πορεία ανατολική.

Από το Άστρος και μετά τα «σημάδια» που πρέπει να βάλετε είναι ο Τυρός, το Λεωνίδιο,  τα Πούλιθρα, το Φωκιανό και το Κυπαρίσσι. Δεν υπάρχουν «μπερδεμένα» σημεία, ουσιαστικά είναι ένας δρόμος με κατεύθυνση νότια και στα όποια σημεία παρουσιάζονται διασταυρώσεις υπάρχουν πινακίδες.

Το πιο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής είναι η ανάβαση από τα Πούλιθρα προς το Πυργούδι, στενή διαδρομή με πολλές στροφές, ευτυχώς όμως δεν διαρκεί πολύ. Πέρα από αυτό το σημείο, κάτι άλλο που θα πρέπει να προσέξετε είναι ότι μετά το Λεωνίδιο δεν υπάρχουν βενζινάδικα. Αν θέλετε να φτάσετε Κυπαρίσσι, κάτι που θα προσθέσει 60 χιλιόμετρα απόσταση στη διαδρομή σας, θα πρέπει να τσεκάρετε τη στάθμη καυσίμου στο όχημά σας.

Υπολογίστε ότι χρειάζεστε και 60 χιλιόμετρα για τον γυρισμό, καθώς πιο κάτω από το Κυπαρίσσι η διαδρομή συνεχίζει προς την ενδοχώρα, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο άγρια και απομονωμένα και οι δρόμοι «χαλάνε» αρκετά. Θα πρέπει, δε, να κάνετε πολύ μεγάλες αποστάσεις για βρείτε σταθμό ανεφοδιασμού σε δύσκολες συνθήκες.

Στοιχεία διαδρομής

Συνολική απόσταση: 300 χλμ.

Διόδια (Αυτοκίνητο): 9,95 €

Διόδια (Μοτοσικλέτα): 7 €

Καύσιμα (αυτοκίνητο, με μέση κατανάλωση 7,5 λίτρα/100 χλμ.): 40,8€

Καύσιμα (μοτοσικλέτα, με μέση κατανάλωση 5,5 λίτρα/100 χλμ.): 29,94€

Συνολικό κόστος για αυτοκίνητο: 50,75 € (με επιστροφή: 101,5 €)

Κόστος για μοτοσικλέτα: 36,94€ (με επιστροφή: 73,8 €

Όλες οι ειδήσεις

Δοκιμή Renault Symbioz E-Tech 145: Ότι πρέπει για να συμβιώνεις μαζί του!

Αυτόματο ή χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων; – Ποιες οι διαφορές τους

Οδηγείς με σαγιονάρα; – Αυτό είναι το πρόστιμο που μπορεί να φας

car-prices
google-news
ad-banner

Περισσότερα Βίντεο